Definify.com
Definition 2024
ακετοφαινόνη
ακετοφαινόνη
Greek
Noun
ακετοφαινόνη • (aketofainóni) f (uncountable)
- (organic chemistry) acetophenone
Declension
Declension of ακετοφαινόνη (aketofainóni)
singular | |
---|---|
nominative | ακετοφαινόνη |
genitive | ακετοφαινόνης |
accusative | ακετοφαινόνη |
vocative | ακετοφαινόνη |
External links
- ακετοφαινόνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el