Definify.com
Definition 2024
ακετυλοχολίνη
ακετυλοχολίνη
Greek
Noun
ακετυλοχολίνη • (aketylocholíni) f (uncountable)
Declension
Declension of ακετυλοχολίνη (aketylocholíni)
singular | |
---|---|
nominative | ακετυλοχολίνη |
genitive | ακετυλοχολίνης |
accusative | ακετυλοχολίνη |
vocative | ακετυλοχολίνη |