Definify.com
Definition 2025
ακμαιότητα
ακμαιότητα
Greek
Noun
ακμαιότητα • (akmaiótita) f (uncountable)
Declension
Declension of ακμαιότητα (akmaiótita)
singular | |
---|---|
nominative | ακμαιότητα |
genitive | ακμαιότητας |
accusative | ακμαιότητα |
vocative | ακμαιότητα |
Related terms
- see: ακμαίος (akmaíos, “vigorous, flourishing”)