Definify.com

Definition 2024


ακυρώνομαι

ακυρώνομαι

Greek

Verb

ακυρώνομαι (akyrónomai) (simple past ακυρώθηκα, active form ακυρώνω, passive)

  1. passive of ακυρώνω (akyróno)

Conjugation