- άλεση f (álesi, “grinding”)
- άλεσμα n (álesma, “grinding”)
- αλεσμένος (alesménos, “ground, milled”)
- αλεστικά n pl (alestiká, “miller's fee”)
- αλεστικός (alestikós, “milling, grinding”)
|
|
- αλεύρι n (alévri, “flour”)
- αλευροβιομηχανία f (alevroviomichanía, “flour milling industry”)
- αλευροβιομήχανος f (alevroviomíchanos, “flour manufacturer”)
- αλευρόκολλα f (alevrókolla, “flour and water paste”)
- αλευρόμυλος m (alevrómylos, “flour mill”)
|
|
- άλεύρον n (álévron, “flour”) (Katharevousa)
- αλευροποιία f (alevropoiía, “flour milling industry”)
- αλευροποιώ (alevropoió, “to mill, to grind”)
- αλευρωμένος (alevroménos, “floury, floured”)
- αλευρώνω (alevróno, “to flour”)
|