Definify.com
Definition 2024
αλαζονία
αλαζονία
Greek
Noun
αλαζονία • (alazonía) f (uncountable)
Declension
Declension of αλαζονία (alazonía)
Synonyms
- αλαζονεία f (alazoneía)
Related terms
- αλαζόνας m, f (alazónas, “arrogant person, braggart”)
- αλαζονεύομαι (alazonévomai, “to boast, to swagger”)
- αλαζονικός (alazonikós, “arrogant”)