Definify.com
Definition 2024
αλατισμένος
αλατισμένος
Greek
Adjective
αλατισμένος • (alatisménos) m (feminine αλατισμένη, neuter αλατισμένο)
Declension
positive forms of αλατισμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλατισμένος | αλατισμένη | αλατισμένο | αλατισμένοι | αλατισμένες | αλατισμένα |
genitive | αλατισμένου | αλατισμένης | αλατισμένου | αλατισμένων | αλατισμένων | αλατισμένων |
accusative | αλατισμένο | αλατισμένη | αλατισμένο | αλατισμένους | αλατισμένες | αλατισμένα |
vocative | αλατισμένε | αλατισμένη | αλατισμένο | αλατισμένοι | αλατισμένες | αλατισμένα |