Definify.com
Definition 2024
αλεξίπτωτου
αλεξίπτωτου
See also: αλεξιπτώτου
Greek
Alternative forms
- αλεξιπτώτου (alexiptótou)
Noun
αλεξίπτωτου • (alexíptotou) n
- Genitive singular form of αλεξίπτωτο (alexíptoto).
αλεξίπτωτου • (alexíptotou) n