Definify.com
Definition 2024
αλεξίπτωτο
αλεξίπτωτο
Greek
Noun
αλεξίπτωτο • (alexíptoto) n (plural αλεξίπτωτα)
Declension
declension of αλεξίπτωτο
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αλεξίπτωτο | αλεξίπτωτα | |
genitive | αλεξιπτώτου | αλεξιπτώτων | |
accusative | αλεξίπτωτο | αλεξίπτωτα | |
vocative | αλεξίπτωτο | αλεξίπτωτα | |
The form αλεξίπτωτου is common. |
Related terms
- αλεξιπτωτιστής m (alexiptotistís, “parachutist”)
- αλεξιπτωτίστρια f (alexiptotístria, “parachutist”)