Definify.com
Definition 2025
πτώση
πτώση
Greek
Noun
πτώση • (ptósi) f (plural πτώσεις)
- (grammar) case
- Το υποκείμενο του ρήματος βρίσκεται πάντα σε ονομαστική πτώση!
- To ypokeímeno tou rímatos vrísketai pánta se onomastikí ptósi!
- The subject of the verb is always in the nominative case!
- Το υποκείμενο του ρήματος βρίσκεται πάντα σε ονομαστική πτώση!
- fall, drop, reduction (in position, quantity, etc)
- fall, downfall, overthrow
Declension
declension of πτώση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πτώση | πτώσεις |
genitive | πτώσης / πτώσεως | πτώσεων |
accusative | πτώση | πτώσεις |
vocative | πτώση | πτώσεις |
See also
|
|