Definify.com
Definition 2024
ονομαστική
ονομαστική
Greek
Noun
ονομαστική • (onomastikí) f
- (grammar) nominative case
- Το υποκείμενο του ρήματος βρίσκεται πάντα σε ονομαστική πτώση!
- To ypokeímeno tou rímatos vrísketai pánta se onomastikí ptósi!
- The subject of the verb is always in the nominative case!
- Το υποκείμενο του ρήματος βρίσκεται πάντα σε ονομαστική πτώση!
Declension
declension of ονομαστική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ονομαστική | ονομαστικές |
genitive | ονομαστικής | ονομαστικών |
accusative | ονομαστική | ονομαστικές |
vocative | ονομαστική | ονομαστικές |
Derived terms
See also
- see: πτώση f (ptósi, “case”)
Adjective
ονομαστική • (onomastikí)
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of ονομαστικός (onomastikós).
See also
- Glossary entry