Definify.com
Definition 2024
ονομαστικός
ονομαστικός
See also: ὀνομαστικός
Greek
Adjective
ονομαστικός • (onomastikós) m (feminine ονομαστική, neuter ονομαστικό)
Declension
positive forms of ονομαστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ονομαστικός | ονομαστική | ονομαστικό | ονομαστικοί | ονομαστικές | ονομαστικά |
genitive | ονομαστικού | ονομαστικής | ονομαστικού | ονομαστικών | ονομαστικών | ονομαστικών |
accusative | ονομαστικό | ονομαστική | ονομαστικό | ονομαστικούς | ονομαστικές | ονομαστικά |
vocative | ονομαστικέ | ονομαστική | ονομαστικό | ονομαστικοί | ονομαστικές | ονομαστικά |
Derived terms
- ονομαστική (onomastikí) (the nominative grammatical case)