Definify.com

Definition 2024


αφαιρετική

αφαιρετική

Greek

Noun

αφαιρετική (afairetikí) f (plural αφαιρετικές)

  1. (grammar) ablative
    αφαιρετική πτώσηafairetikí ptósi ― ablative case

Declension

See also

Adjective

αφαιρετική (afairetikí)

  1. Nominative, accusative and vocative feminine singular form of αφαιρετικός (afairetikós).