Definify.com
Definition 2025
αφαιρετικός
αφαιρετικός
See also: ἀφαιρετικός
Greek
Adjective
αφαιρετικός • (afairetikós) m (feminine αφαιρετική, neuter αφαιρετικό)
Declension
positive forms of αφαιρετικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αφαιρετικός | αφαιρετική | αφαιρετικό | αφαιρετικοί | αφαιρετικές | αφαιρετικά |
| genitive | αφαιρετικού | αφαιρετικής | αφαιρετικού | αφαιρετικών | αφαιρετικών | αφαιρετικών |
| accusative | αφαιρετικό | αφαιρετική | αφαιρετικό | αφαιρετικούς | αφαιρετικές | αφαιρετικά |
| vocative | αφαιρετικέ | αφαιρετική | αφαιρετικό | αφαιρετικοί | αφαιρετικές | αφαιρετικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αφαιρετικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αφαιρετικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αφαιρετικότερος | αφαιρετικότερη | αφαιρετικότερο | αφαιρετικότεροι | αφαιρετικότερες | αφαιρετικότερα |
| genitive | αφαιρετικότερου | αφαιρετικότερης | αφαιρετικότερου | αφαιρετικότερων | αφαιρετικότερων | αφαιρετικότερων |
| accusative | αφαιρετικότερο | αφαιρετικότερη | αφαιρετικότερο | αφαιρετικότερους | αφαιρετικότερες | αφαιρετικότερα |
| vocative | αφαιρετικότερε | αφαιρετικότερη | αφαιρετικότερο | αφαιρετικότεροι | αφαιρετικότερες | αφαιρετικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αφαιρετικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αφαιρετικότατος | αφαιρετικότατη | αφαιρετικότατο | αφαιρετικότατοι | αφαιρετικότατες | αφαιρετικότατα |
| genitive | αφαιρετικότατου | αφαιρετικότατης | αφαιρετικότατου | αφαιρετικότατων | αφαιρετικότατων | αφαιρετικότατων |
| accusative | αφαιρετικότατο | αφαιρετικότατη | αφαιρετικότατο | αφαιρετικότατους | αφαιρετικότατες | αφαιρετικότατα |
| vocative | αφαιρετικότατε | αφαιρετικότατη | αφαιρετικότατο | αφαιρετικότατοι | αφαιρετικότατες | αφαιρετικότατα |