Definify.com
Definition 2024
αφαιρετικού
αφαιρετικού
Greek
Adjective
αφαιρετικού • (afairetikoú)
- Genitive masculine singular form of αφαιρετικός (afairetikós).
- Genitive neuter singular form of αφαιρετικός (afairetikós).
αφαιρετικού • (afairetikoú)