Definify.com
Definition 2025
αλεξιπτωτίστρια
αλεξιπτωτίστρια
Greek
Noun
αλεξιπτωτίστρια • (alexiptotístria) f (plural αλεξιπτωτίστριες, masculine αλεξιπτωτιστής)
Declension
declension of αλεξιπτωτίστρια
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αλεξιπτωτίστρια | αλεξιπτωτίστριες |
| genitive | αλεξιπτωτίστριας | αλεξιπτωτιστριών |
| accusative | αλεξιπτωτίστρια | αλεξιπτωτίστριες |
| vocative | αλεξιπτωτίστρια | αλεξιπτωτίστριες |
Related terms
- αλεξίπτωτο n (alexíptoto, “parachute”)