Definify.com
Definition 2024
αλεξίσφαιρος
αλεξίσφαιρος
Greek
Adjective
αλεξίσφαιρος • (alexísfairos) m (feminine αλεξίσφαιρη, neuter αλεξίσφαιρο)
Declension
positive forms of αλεξίσφαιρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλεξίσφαιρος | αλεξίσφαιρη | αλεξίσφαιρο | αλεξίσφαιροι | αλεξίσφαιρες | αλεξίσφαιρα |
genitive | αλεξίσφαιρου | αλεξίσφαιρης | αλεξίσφαιρου | αλεξίσφαιρων | αλεξίσφαιρων | αλεξίσφαιρων |
accusative | αλεξίσφαιρο | αλεξίσφαιρη | αλεξίσφαιρο | αλεξίσφαιρους | αλεξίσφαιρες | αλεξίσφαιρα |
vocative | αλεξίσφαιρε | αλεξίσφαιρη | αλεξίσφαιρο | αλεξίσφαιροι | αλεξίσφαιρες | αλεξίσφαιρα |
Derived terms
- αλεξίσφαιρο γιλέκο n (alexísfairo giléko, “bulletproof vest”)