Definify.com

Definition 2024


αλκοολικό

αλκοολικό

Greek

Adjective

αλκοολικό (alkoolikó)

  1. Accusative masculine singular form of αλκοολικός (alkoolikós).
  2. Nominative neuter singular form of αλκοολικός (alkoolikós).
  3. Accusative neuter singular form of αλκοολικός (alkoolikós).
  4. Vocative neuter singular form of αλκοολικός (alkoolikós).