Definify.com

Definition 2024


αλκοολικός

αλκοολικός

Greek

Adjective

αλκοολικός (alkoolikós) m (feminine αλκοολική, neuter αλκοολικό)

  1. Of or pertaining to alcohol
    αλκοολική ζύμωση
  2. (medicine) alcoholic, describing an abuser of alcohol

Declension

Noun

αλκοολικός (alkoolikós) m (plural αλκοολικοί, feminine αλκοολική)

  1. (medicine) alcoholic, an abuser of alcohol

Declension