Definify.com
Definition 2024
αλλοδαπός
αλλοδαπός
Greek
Adjective
αλλοδαπός • (allodapós) m (feminine αλλοδαπή, neuter αλλοδαπό)
Declension
positive forms of αλλοδαπός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλλοδαπός | αλλοδαπή | αλλοδαπό | αλλοδαποί | αλλοδαπές | αλλοδαπά |
genitive | αλλοδαπού | αλλοδαπής | αλλοδαπού | αλλοδαπών | αλλοδαπών | αλλοδαπών |
accusative | αλλοδαπό | αλλοδαπή | αλλοδαπό | αλλοδαπούς | αλλοδαπές | αλλοδαπά |
vocative | αλλοδαπέ | αλλοδαπή | αλλοδαπό | αλλοδαποί | αλλοδαπές | αλλοδαπά |
Synonyms
Noun
αλλοδαπός • (allodapós) m (plural αλλοδαποί)
Declension
declension of αλλοδαπός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλλοδαπός | αλλοδαποί |
genitive | αλλοδαπού | αλλοδαπών |
accusative | αλλοδαπό | αλλοδαπούς |
vocative | αλλοδαπέ | αλλοδαποί |
Synonyms
- ξένος m (xénos)
See also
- εξωγήινος m (exogíinos, “alien, extraterrestrial”)