Definify.com

Definition 2024


αλουμίνιο

αλουμίνιο

Greek

Noun

αλουμίνιο (aloumínio) n (uncountable)

  1. (chemistry, metallurgy) aluminium
    • Το αλουμίνιο έχει μεγάλη ικανότητα στο να αντιστέκεται στη διάβρωση.
      Aluminium is very resistant to corrosion.

Usage notes

The form αργίλιο is most commonly used in technical and laboratory situations, αλουμίνιο in the domestic situation.

Declension

Synonyms

Coordinate terms

  • Appendix:Greek names for chemical elements