Definify.com

Definition 2024


αλυσοδένομαι

αλυσοδένομαι

Greek

Verb

αλυσοδένομαι (alysodénomai) (simple past αλυσοδέθηκα, active form αλυσοδένω, passive)

  1. be chained, be bound, be in chains
  2. (figuratively) tied to, bound
    Αλυσοδένεται με το καθήκον του να υπηρετήσει στον στρατό.
    Alysodénetai me to kathíkon tou na ypiretísei ston strató.
    He is bound by his duty to serve in the army.

Conjugation