Definify.com

Definition 2024


αλυσοπρίονα

αλυσοπρίονα

Greek

Noun

αλυσοπρίονα (alysopríona) n

  1. nominative plural of αλυσοπρίονο (alysopríono)
  2. accusative plural of αλυσοπρίονο (alysopríono)
  3. vocative plural of αλυσοπρίονο (alysopríono)