Definify.com
Definition 2024
αλυσοπρίονο
αλυσοπρίονο
Greek
Noun
αλυσοπρίονο • (alysopríono) n (plural αλυσοπρίονα)
Declension
declension of αλυσοπρίονο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλυσοπρίονο | αλυσοπρίονα |
genitive | αλυσοπρίονου | αλυσοπρίονων |
accusative | αλυσοπρίονο | αλυσοπρίονα |
vocative | αλυσοπρίονο | αλυσοπρίονα |