Definify.com
Definition 2024
πριόνι
πριόνι
Greek
Noun
πριόνι • (prióni) n (plural πριόνια)
- saw (cutting tool)
Declension
declension of πριόνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πριόνι | πριόνια |
genitive | πριονιού | πριονιών |
accusative | πριόνι | πριόνια |
vocative | πριόνι | πριόνια |
Related terms
- αλυσοπρίονο n (alysopríono, “chainsaw”)
- δισκοπρίονο n (diskopríono, “circular saw”)
- λεπτό πριόνι n (leptó prióni, “jigsaw”)
- πριονίδι n (prionídi, “sawdust”)
- πριονίζω (prionízo, “to saw”)
- πριονιστήριο n (prionistírio, “lumber mill”)
- πριονοκορδέλα f (prionokordéla, “bandsaw”)