Definify.com

Definition 2024


πριόνι

πριόνι

Greek

Noun

πριόνι (prióni) n (plural πριόνια)

  1. saw (cutting tool)

Declension

Related terms

  • αλυσοπρίονο n (alysopríono, chainsaw)
  • δισκοπρίονο n (diskopríono, circular saw)
  • λεπτό πριόνι n (leptó prióni, jigsaw)
  • πριονίδι n (prionídi, sawdust)
  • πριονίζω (prionízo, to saw)
  • πριονιστήριο n (prionistírio, lumber mill)
  • πριονοκορδέλα f (prionokordéla, bandsaw)