Definify.com
Definition 2024
αμετάβατος
αμετάβατος
Greek
Adjective
αμετάβατος • (ametávatos) m (feminine αμετάβατη, neuter αμετάβατο)
- (grammar) intransitive
- Αυτό είναι ένα αμετάβατο ρήμα.
- Aftó eínai éna ametávato ríma.
- This is an intransitive verb.
- Αυτό είναι ένα αμετάβατο ρήμα.
Declension
positive forms of αμετάβατος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμετάβατος | αμετάβατη | αμετάβατο | αμετάβατοι | αμετάβατες | αμετάβατα |
genitive | αμετάβατου | αμετάβατης | αμετάβατου | αμετάβατων | αμετάβατων | αμετάβατων |
accusative | αμετάβατο | αμετάβατη | αμετάβατο | αμετάβατους | αμετάβατες | αμετάβατα |
vocative | αμετάβατε | αμετάβατη | αμετάβατο | αμετάβατοι | αμετάβατες | αμετάβατα |