Definify.com
Definition 2024
αμμωνιακός
αμμωνιακός
Greek
Noun
αμμωνιακός • (ammoniakós) m (feminine αμμωνιακή, neuter αμμωνιακό)
Declension
positive forms of αμμωνιακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμμωνιακός | αμμωνιακή | αμμωνιακό | αμμωνιακοί | αμμωνιακές | αμμωνιακά |
genitive | αμμωνιακού | αμμωνιακής | αμμωνιακού | αμμωνιακών | αμμωνιακών | αμμωνιακών |
accusative | αμμωνιακό | αμμωνιακή | αμμωνιακό | αμμωνιακούς | αμμωνιακές | αμμωνιακά |
vocative | αμμωνιακέ | αμμωνιακή | αμμωνιακό | αμμωνιακοί | αμμωνιακές | αμμωνιακά |