Definify.com

Definition 2024


αμφιβληστροειδή

αμφιβληστροειδή

Greek

Adjective

αμφιβληστροειδή (amfivlistroeidí)

  1. Accusative masculine singular form of αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidís).
  2. Accusative feminine singular form of αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidís).
  3. Nominative and accusative neuter plural form of αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidís).

Noun

αμφιβληστροειδή (amfivlistroeidí) m

  1. Genitive, accusative and vocative singular form of αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidís).