Definify.com
Definition 2024
αμφιβληστροειδή
αμφιβληστροειδή
Greek
Adjective
αμφιβληστροειδή • (amfivlistroeidí)
- Accusative masculine singular form of αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidís).
- Accusative feminine singular form of αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidís).
- Nominative and accusative neuter plural form of αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidís).
Noun
αμφιβληστροειδή • (amfivlistroeidí) m
- Genitive, accusative and vocative singular form of αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidís).