Definify.com

Definition 2024


αμφιβληστροειδής

αμφιβληστροειδής

Greek

Noun

αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidís) m (plural αμφιβληστροειδείς)

  1. (anatomy) retina

Declension

Synonyms

See also

External links

Adjective

αμφιβληστροειδής (amfivlistroeidís) m (feminine αμφιβληστροειδής, neuter αμφιβληστροειδές)

  1. retinal, of the retina

Declension