Definify.com
Definition 2024
κωνίο
κωνίο
Greek
Noun
κωνίο • (konío) n (plural κωνία)
Declension
declension of κωνίο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κωνίο | κωνία |
genitive | κωνίου | κωνίων |
accusative | κωνίο | κωνία |
vocative | κωνίο | κωνία |
See also
- ραβδίο n (ravdío, “rod”)
- αμφιβληστροειδής m (amfivlistroeidís, “retina”)
External links
- Αμφιβληστροειδής χιτώνας on the Greek Wikipedia.Wikipedia el