Definify.com
Definition 2024
ανάγλυφο
ανάγλυφο
Greek
Noun
ανάγλυφο • (anáglyfo) n (plural ανάγλυφα)
- (geography) relief (the shape of terrain)
- (art) relief, bas relief
Declension
declension of ανάγλυφο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανάγλυφο | ανάγλυφα |
genitive | αναγλύφου | αναγλύφων |
accusative | ανάγλυφο | ανάγλυφα |
vocative | ανάγλυφο | ανάγλυφα |
Related terms
- ανάγλυφος (anáglyfos, “relief”, adj)
- χαμηλό ανάγλυφο n (chamiló anáglyfo, “low or bas relief”)
- and see: ανάγλυφος (anáglyfos)