Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
χαμηλό_ανάγλυφο
χαμηλό ανάγλυφο
Greek
Noun
χαμηλό
ανάγλυφο
•
(
chamiló anáglyfo
)
n
(
plural
χαμηλά ανάγλυφα
)
(
art
)
low
relief
,
bas relief
Declension
see:
χαμηλός
(
chamilós
)
and
ανάγλυφο
(
anáglyfo
)
Similar Results