Definify.com
Definition 2024
ανάμεσα
ανάμεσα
Greek
Adverb
ανάμεσα • (anámesa)
- among, amongst
- between, among
- Το τοπίο ανάμεσα στα δυο χωριά είναι μαγευτικό.
- To topío anámesa sta dyo choriá eínai mageftikó.
- The countryside between the two villages is spectacular.
- Το τοπίο ανάμεσα στα δυο χωριά είναι μαγευτικό.
- compared to
- (figuratively) between
- Ανάμεσα στους δυο παλιούς φίλους υπάρχει τώρα ένα χάσμα.
- Anámesa stous dyo palioús fílous ypárchei tóra éna chásma.
- There is now a gap between the two old friends.
- Ανάμεσα στους δυο παλιούς φίλους υπάρχει τώρα ένα χάσμα.
Synonyms
- μεταξύ (metaxý)