Definify.com
Definition 2024
ανάπτυξη
ανάπτυξη
Greek
Noun
ανάπτυξη • (anáptyxi) f (plural αναπτύξεις)
- growth, development, improvement
- βιώσιμη ανάπτυξη ― viósimi anáptyxi ― sustainable development
- αειφόρος ανάπτυξη ― aeifóros anáptyxi ― sustainable development
Declension
declension of ανάπτυξη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανάπτυξη | αναπτύξεις |
genitive | ανάπτυξης / αναπτύξεως | αναπτύξεων |
accusative | ανάπτυξη | αναπτύξεις |
vocative | ανάπτυξη | αναπτύξεις |