Definify.com
Definition 2024
αειφόρος
αειφόρος
Greek
Adjective
αειφόρος • (aeifóros) m (feminine αειφόρα or αειφόρος, neuter αειφόρο)
- sustainable
- αειφόρος ανάπτυξη ― aeifóros anáptyxi ― sustainable development
Declension
positive forms of αειφόρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αειφόρος | αειφόρος / αειφόρα | αειφόρο | αειφόροι | αειφόροι / αειφόρες | αειφόρα |
genitive | αειφόρου | αειφόρου / αειφόρας | αειφόρου | αειφόρων | αειφόρων | αειφόρων |
accusative | αειφόρο | αειφόρο / αειφόρα | αειφόρο | αειφόρους | αειφόρους / αειφόρες | αειφόρα |
vocative | αειφόρε | αειφόρε / αειφόρα | αειφόρο | αειφόροι | αειφόροι / αειφόρες | αειφόρα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αειφόρος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αειφόρος, etc.) |
See also
- ανάπτυξη f (anáptyxi, “growth”)