Definify.com
Definition 2024
ανάρτηση
ανάρτηση
Greek
Noun
ανάρτηση • (anártisi) f (plural αναρτήσεις)
- (automotive) suspension (of a motor vehicle)
- hanging (of a picture)
- (figuratively) post (display message)
Declension
declension of ανάρτηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανάρτηση | αναρτήσεις |
genitive | ανάρτησης / αναρτήσεως | αναρτήσεων |
accusative | ανάρτηση | αναρτήσεις |
vocative | ανάρτηση | αναρτήσεις |