Definify.com
Definition 2024
αναγνώστης
αναγνώστης
Greek
Noun
αναγνώστης • (anagnóstis) m (plural αναγνώστες, feminine αναγνώστρια)
Declension
declension of αναγνώστης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναγνώστης | αναγνώστες |
genitive | αναγνώστη | αναγνωστών |
accusative | αναγνώστη | αναγνώστες |
vocative | αναγνώστη | αναγνώστες |
Coordinate terms
- διαβάζω (diavázo, “to read”)