Definify.com
Definition 2024
διαβάζω
διαβάζω
Greek
Verb
διαβάζω • (diavázo) (simple past διάβασα, passive form διαβάζομαι)
Conjugation
διαβάζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | διαβάζω | διάβαζα | θα διαβάζω | να διαβάζω | |
2s | διαβάζεις | διάβαζες | θα διαβάζεις | να διαβάζεις | διάβαζε |
3s | διαβάζει | διάβαζε | θα διαβάζει | να διαβάζει | |
1p | διαβάζουμε, διαβάζομε | διαβάζαμε | θα διαβάζουμε, διαβάζομε | να διαβάζουμε, διαβάζομε | |
2p | διαβάζετε | διαβάζατε | θα διαβάζετε | να διαβάζετε | διαβάζετε |
3p | διαβάζουν, διαβάζουνε | διάβαζαν, διαβάζαν, διαβάζανε | θα διαβάζουν, διαβάζουνε | να διαβάζουν, διαβάζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | διαβάσω | διάβασα | θα διαβάσω | να διαβάσω | |
2s | διαβάσεις | διάβασες | θα διαβάσεις | να διαβάσεις | διάβασε |
3s | διαβάσει | διάβασε | θα διαβάσει | να διαβάσει | |
1p | διαβάσουμε, διαβάσομε | διαβάσαμε | θα διαβάσουμε, διαβάσομε | να διαβάσουμε, διαβάσομε | |
2p | διαβάσετε | διαβάσατε | θα διαβάσετε | να διαβάσετε | διαβάστε |
3p | διαβάσουν, διαβάσουνε | διάβασαν, διαβάσαν, διαβάσανε | θα διαβάσουν, διαβάσουνε | να διαβάσουν, διαβάσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω διαβάσει | είχα διαβάσει | θα έχω διαβάσει | να έχω διαβάσει | |
2s | έχεις διαβάσει | είχες διαβάσει | θα έχεις διαβάσει | να έχεις διαβάσει | έχε διαβασμένο |
3s | έχει διαβάσει | είχε διαβάσει | θα έχει διαβάσει | να έχει διαβάσει | |
1p | έχουμε διαβάσει | είχαμε διαβάσει | θα έχουμε διαβάσει | να έχουμε διαβάσει | |
2p | έχετε διαβάσει | είχατε διαβάσει | θα έχετε διαβάσει | να έχετε διαβάσει | έχετε διαβασμένο |
3p | έχουν διαβάσει | είχαν διαβάσει | θα έχουν διαβάσει | να έχουν διαβάσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διαβασμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διαβασμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διαβασμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διαβασμένο | ||||
Participle: | διαβάζοντας | Non-finite ‡ | διαβάσει | 35, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- (study): μελετώ (meletó)