Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αναγραμματισμού
αναγραμματισμού
Greek
Noun
αναγραμματισμού
•
(
anagrammatismoú
)
m
Genitive
singular
form of
αναγραμματισμός
(
anagrammatismós
)
.
Similar Results