Definify.com
Definition 2024
αναγραμματισμός
αναγραμματισμός
Greek
Noun
αναγραμματισμός • (anagrammatismós) m (plural αναγραμματισμοί)
Declension
declension of αναγραμματισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναγραμματισμός | αναγραμματισμοί |
genitive | αναγραμματισμού | αναγραμματισμών |
accusative | αναγραμματισμό | αναγραμματισμούς |
vocative | αναγραμματισμέ | αναγραμματισμοί |
Synonyms
- ανάγραμμα n (anágramma)
Related terms
- αναγραμματίζω (anagrammatízo, “to anagrammatise”)