Definify.com

Definition 2024


αναιμική

αναιμική

Greek

Adjective

αναιμική (anaimikí)

  1. Nominative feminine singular form of αναιμικός (anaimikós).
  2. Accusative feminine singular form of αναιμικός (anaimikós).
  3. Vocative feminine singular form of αναιμικός (anaimikós).