Definify.com
Definition 2025
αναιμικός
αναιμικός
Greek
Adjective
αναιμικός • (anaimikós) m (feminine αναιμική, neuter αναιμικό)
Declension
positive forms of αναιμικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναιμικός | αναιμική | αναιμικό | αναιμικοί | αναιμικές | αναιμικά |
genitive | αναιμικού | αναιμικής | αναιμικού | αναιμικών | αναιμικών | αναιμικών |
accusative | αναιμικό | αναιμική | αναιμικό | αναιμικούς | αναιμικές | αναιμικά |
vocative | αναιμικέ | αναιμική | αναιμικό | αναιμικοί | αναιμικές | αναιμικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναιμικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναιμικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναιμικότερος | αναιμικότερη | αναιμικότερο | αναιμικότεροι | αναιμικότερες | αναιμικότερα |
genitive | αναιμικότερου | αναιμικότερης | αναιμικότερου | αναιμικότερων | αναιμικότερων | αναιμικότερων |
accusative | αναιμικότερο | αναιμικότερη | αναιμικότερο | αναιμικότερους | αναιμικότερες | αναιμικότερα |
vocative | αναιμικότερε | αναιμικότερη | αναιμικότερο | αναιμικότεροι | αναιμικότερες | αναιμικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αναιμικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναιμικότατος | αναιμικότατη | αναιμικότατο | αναιμικότατοι | αναιμικότατες | αναιμικότατα |
genitive | αναιμικότατου | αναιμικότατης | αναιμικότατου | αναιμικότατων | αναιμικότατων | αναιμικότατων |
accusative | αναιμικότατο | αναιμικότατη | αναιμικότατο | αναιμικότατους | αναιμικότατες | αναιμικότατα |
vocative | αναιμικότατε | αναιμικότατη | αναιμικότατο | αναιμικότατοι | αναιμικότατες | αναιμικότατα |
Related terms
- αναιμία (anaimía)