Definify.com
Definition 2024
ανακούφιση
ανακούφιση
Greek
Noun
ανακούφιση • (anakoúfisi) f (uncountable)
Declension
Declension of ανακούφιση (anakoúfisi)
singular | |
---|---|
nominative | ανακούφιση |
genitive | ανακούφισης / ανακουφίσεως |
accusative | ανακούφιση |
vocative | ανακούφιση |