Definify.com
Definition 2024
αναμμένος
αναμμένος
Greek
Adjective
αναμμένος • (anamménos) m (feminine αναμμένη, neuter αναμμένο)
Declension
positive forms of αναμμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναμμένος | αναμμένη | αναμμένο | αναμμένοι | αναμμένες | αναμμένα |
genitive | αναμμένου | αναμμένης | αναμμένου | αναμμένων | αναμμένων | αναμμένων |
accusative | αναμμένο | αναμμένη | αναμμένο | αναμμένους | αναμμένες | αναμμένα |
vocative | αναμμένε | αναμμένη | αναμμένο | αναμμένοι | αναμμένες | αναμμένα |