Definify.com
Definition 2024
αναπληρώνομαι
αναπληρώνομαι
Greek
Verb
αναπληρώνομαι • (anaplirónomai) (simple past αναπληρώθηκα, active form αναπληρώνω, passive)
- be replaced
Conjugation
αναπληρώνομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | αναπληρώνομαι | θα αναπληρώνομαι | αναπληρωνόμουν, αναπληρωνόμουνα |
2nd person | αναπληρώνεσαι | θα αναπληρώνεσαι | αναπληρωνόσουν, αναπληρωνόσουνα | |
3rd person | αναπληρώνεται | θα αναπληρώνεται | αναπληρωνόταν, αναπληρωνότανε | |
1st person | pl | αναπληρωνόμαστε | θα αναπληρωνόμαστε | αναπληρωνόμασταν, αναπληρωνόμαστε2 |
2nd person | αναπληρώνεστε, αναπληρωνόσαστε1 | θα αναπληρώνεστε, αναπληρωνόσαστε1 | αναπληρωνόσασταν, αναπληρωνόσαστε2 | |
3rd person | αναπληρώνονται | θα αναπληρώνονται | αναπληρώνονταν, αναπληρωνόντανε, αναπληρωνόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | αναπληρωθώ | θα αναπληρωθώ | αναπληρώθηκα |
2nd person | αναπληρωθείς | θα αναπληρωθείς | αναπληρώθηκες | |
3rd person | αναπληρωθεί | θα αναπληρωθεί | αναπληρώθηκε | |
1st person | pl | αναπληρωθούμε | θα αναπληρωθούμε | αναπληρωθήκαμε |
2nd person | αναπληρωθείτε | θα αναπληρωθείτε | αναπληρωθήκατε | |
3rd person | αναπληρωθούν, αναπληρωθούνε | θα αναπληρωθούν, θα αναπληρωθούνε | αναπληρώθηκαν, αναπληρωθήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | αναπληρώσου | |
2nd person | pl | —3 | αναπληρωθείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω αναπληρωθεί, έχεις αναπληρωθεί έχει αναπληρωθεί, … | |||
Future perfect | θα έχω αναπληρωθεί, θα έχεις αναπληρωθεί, θα έχει αναπληρωθεί, … | |||
Past perfect | είχα αναπληρωθεί, είχες αναπληρωθεί, είχε αναπληρωθεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||