Definify.com

Definition 2024


αναποδογυρίζομαι

αναποδογυρίζομαι

Greek

Verb

αναποδογυρίζομαι (anapodogyrízomai) (simple past αναποδογυρίστηκα, active form αναποδογυρίζω, passive)

  1. passive of αναποδογυρίζω (anapodogyrízo)

Conjugation