Definify.com
Definition 2024
αναπόδραστος
αναπόδραστος
Greek
Adjective
αναπόδραστος • (anapódrastos) m (feminine αναπόδραστη, neuter αναπόδραστο)
Antonyms
- αδύνατος (adýnatos)
Declension
positive forms of αναπόδραστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναπόδραστος | αναπόδραστη | αναπόδραστο | αναπόδραστοι | αναπόδραστες | αναπόδραστα |
genitive | αναπόδραστου | αναπόδραστης | αναπόδραστου | αναπόδραστων | αναπόδραστων | αναπόδραστων |
accusative | αναπόδραστο | αναπόδραστη | αναπόδραστο | αναπόδραστους | αναπόδραστες | αναπόδραστα |
vocative | αναπόδραστε | αναπόδραστη | αναπόδραστο | αναπόδραστοι | αναπόδραστες | αναπόδραστα |