Definify.com
Definition 2024
αναχαιτίζομαι
αναχαιτίζομαι
Greek
Verb
αναχαιτίζομαι • (anachaitízomai) (simple past αναχαιτίστηκα, active form αναχαιτίζω, passive)
- passive of αναχαιτίζω (anachaitízo)
Conjugation
αναχαιτίζομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | αναχαιτίζομαι | θα αναχαιτίζομαι | αναχαιτιζόμουν, αναχαιτιζόμουνα |
2nd person | αναχαιτίζεσαι | θα αναχαιτίζεσαι | αναχαιτιζόσουν, αναχαιτιζόσουνα | |
3rd person | αναχαιτίζεται | θα αναχαιτίζεται | αναχαιτιζόταν, αναχαιτιζότανε | |
1st person | pl | αναχαιτιζόμαστε | θα αναχαιτιζόμαστε | αναχαιτιζόμασταν, αναχαιτιζόμαστε2 |
2nd person | αναχαιτίζεστε, αναχαιτιζόσαστε1 | θα αναχαιτίζεστε, αναχαιτιζόσαστε1 | αναχαιτιζόσασταν, αναχαιτιζόσαστε2 | |
3rd person | αναχαιτίζονται | θα αναχαιτίζονται | αναχαιτίζονταν, αναχαιτιζόντανε, αναχαιτιζόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | αναχαιτιστώ | θα αναχαιτιστώ | αναχαιτίστηκα |
2nd person | αναχαιτιστείς | θα αναχαιτιστείς | αναχαιτίστηκες | |
3rd person | αναχαιτιστεί | θα αναχαιτιστεί | αναχαιτίστηκε | |
1st person | pl | αναχαιτιστούμε | θα αναχαιτιστούμε | αναχαιτιστήκαμε |
2nd person | αναχαιτιστείτε | θα αναχαιτιστείτε | αναχαιτιστήκατε | |
3rd person | αναχαιτιστούν, αναχαιτιστούνε | θα αναχαιτιστούν, θα αναχαιτιστούνε | αναχαιτίστηκαν, αναχαιτιστήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | αναχαιτίσου | |
2nd person | pl | —3 | αναχαιτιστείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω αναχαιτιστεί, έχεις αναχαιτιστεί έχει αναχαιτιστεί, … | |||
Future perfect | θα έχω αναχαιτιστεί, θα έχεις αναχαιτιστεί, θα έχει αναχαιτιστεί, … | |||
Past perfect | είχα αναχαιτιστεί, είχες αναχαιτιστεί, είχε αναχαιτιστεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||