Definify.com
Definition 2024
ανγκολέζικος
ανγκολέζικος
Greek
Adjective
ανγκολέζικος • (annkolézikos) m (feminine ανγκολέζικη, neuter ανγκολέζικο)
- Alternative form of αγκολέζικος (ankolézikos)
Declension
positive forms of ανγκολέζικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανγκολέζικος | ανγκολέζικη | ανγκολέζικο | ανγκολέζικοι | ανγκολέζικες | ανγκολέζικα |
genitive | ανγκολέζικου | ανγκολέζικης | ανγκολέζικου | ανγκολέζικων | ανγκολέζικων | ανγκολέζικων |
accusative | ανγκολέζικο | ανγκολέζικη | ανγκολέζικο | ανγκολέζικους | ανγκολέζικες | ανγκολέζικα |
vocative | ανγκολέζικε | ανγκολέζικη | ανγκολέζικο | ανγκολέζικοι | ανγκολέζικες | ανγκολέζικα |