Definify.com

Definition 2024


ανγκολέζικος

ανγκολέζικος

Greek

Adjective

ανγκολέζικος (annkolézikos) m (feminine ανγκολέζικη, neuter ανγκολέζικο)

  1. Alternative form of αγκολέζικος (ankolézikos)

Declension