Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ανδράχλη
ανδράχλη
Greek
Noun
ανδράχλη
•
(
andráchli
)
f
(
uncountable
)
Alternative form of
αντράκλα
(
antrákla
)
Declension
Declension of
ανδράχλη
(
andráchli
)
singular
nominative
ανδράχλη
genitive
ανδράχλης
accusative
ανδράχλη
vocative
ανδράχλη
Similar Results